- βεβαιώνομαι
- βεβαιώνομαι, βεβαιώθηκα, βεβαιωμένος βλ. πίν. 4
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
αποστηρίζομαι — ἀποστηρίζομαι (Α) 1. στερεώνω σταθερά 2. στηρίζομαι σταθερά 3. (για ασθένειες) βεβαιώνομαι 2. (για τους χυμούς του σώματος) μετατοπίζομαι, συγκεντρώνομαι σ ένα σημείο … Dictionary of Greek
ατρεκώ — ἀτρεκώ ( έω) (Α) [ατρεκής] βεβαιώνομαι, είμαι σίγουρος … Dictionary of Greek
διαπιστώνω — (AM διαπιστῶ, όω) 1. εξακριβώνω, βεβαιώνομαι μετά από έρευνα και έλεγχο ότι κάτι είναι αναμφισβήτητα αληθινό και ακριβές … Dictionary of Greek
εμποδούμαι — ἐμποδοῡμαι ( όομαι) (Α) (κατά τον Ησύχ.) βεβαιώνομαι, ασφαλίζομαι … Dictionary of Greek
εξιστορώ — έω και άω (AM ἐξιστορῶ, έω) μσν. νεοελλ. διηγούμαι με κάθε λεπτομέρεια αρχ. μσν. διασαφηνίζω αρχ. 1. ερευνώ, πληροφορούμαι, βεβαιώνομαι («ἐξιστορήσας και σαφηνίσας ὁδόν», Αισχ.) 2. ανακρίνω κάποιον για να μάθω («μηδέ καρδίας δηκτήρια ἐξιστορῆσαι» … Dictionary of Greek
θέτω — (Μ θέτω) 1. τοποθετώ 2. προτείνω, υποβάλλω («θέτω όρους») 3. βάζω κάποιον να ξαπλώσει, τόν βάζω στο κρεβάτι νεοελλ. 1. παραδέχομαι, θεωρώ («τό θέτω ως ζήτημα αρχής») 2. ιδρύω, καθιερώνω («θέτω βραβείο») 3. φρ. α) «θέτω σε ενέργεια» αρχίζω να… … Dictionary of Greek
σιγουρεύω — Ν [σίγουρος] 1. καθιστώ κάτι σίγουρο, ασφαλές, σταθεροποιώ, εξασφαλίζω, διασφαλίζω («καλό είναι να σιγουρέψεις τα χρήματα σου βάζοντάς τα στην τράπεζα») 2. χαμηλώνω, χαλαρώνω τα πανιά ή τα σχοινιά πλοίου, σιγουράρω 3. μέσ. σιγουρεύομαι α) (για… … Dictionary of Greek
υπομαρτυρώ — έω, ΜΑ [μαρτυρῶ] μσν. 1. υποδηλώνω, φανερώνω κάτι με έμμεσο τρόπο 2. υπογράφω ως μάρτυρας αρχ. παθ. ὑπομαρτυροῡμαι, έομαι πιστοποιούμαι, βεβαιώνομαι … Dictionary of Greek
σιγουρεύομαι — σιγουρεύομαι, σιγουρεύτηκα βλ. πίν. 18 Σημειώσεις: σιγουρεύω, σιγουρεύομαι : στην παθητική φωνή διαφοροποιείται η σημασία. Το σιγουρεύω σημαίνει → κάνω κάτι σίγουρο, σταθερό, ασφαλές, ενώ το σιγουρεύομαι → βεβαιώνομαι για κάτι. Ο τύπος σιγουράρω… … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
σιγουρεύω — σιγουρεύω, σιγούρεψα βλ. πίν. 17 Σημειώσεις: σιγουρεύω, σιγουρεύομαι : στην παθητική φωνή διαφοροποιείται η σημασία. Το σιγουρεύω σημαίνει → κάνω κάτι σίγουρο, σταθερό, ασφαλές, ενώ το σιγουρεύομαι → βεβαιώνομαι για κάτι. Ο τύπος σιγουράρω που… … Τα ρήματα της νέας ελληνικής